ΚΑΛΥΜΝΟΣ, στο νησί του ύψους και του βάθους. Το νησί των σφουγγαράδων, των ψαράδων και της αναρρίχησης.

Toυ Σπύρου Πριόβολου

ΚΑΛΥΜΝΟΣ, στο νησί του ύψους και του βάθους. Το νησί των σφουγγαράδων, των ψαράδων και της αναρρίχησης.

Η Κάλυμνος είναι ένα νησί των Δωδεκανήσων, χωρίς εύφορη γη αλλά γεμάτο βράχια. Η μορφολογία ανάγκασε τους κατοίκους να πέσουν στη θάλασσα για να βρουν δουλειά, είτε μαζεύοντας σφουγγάρια, είτε ψαρεύοντας. Τούτα τα βράχια τα τελευταία χρόνια, ανέβασαν ψηλά την τουριστική ανάπτυξη, έχοντας πλέον κάνει το νησί διεθνή προορισμό για αναρριχητές, μιας και συνδυάζει βουνό και θάλασσα. Ένα νησί με πολλές ομορφιές που κάθε φορά που βρίσκομαι στην περιοχή το επισκέπτομαι. Σας προσκαλώ στο ΝΑΥΣΙΠΟΡΟ μου, για να ξεφυλλίσουμε το ναυτικό μου ημερολόγιο και να ταξιδέψουμε για μια ακόμα φορά μαζί, ανακαλύπτοντας τις ομορφιές της Καλύμνου.

Αυτή τη φορά φεύγαμε με τη Θανούλα και το ΝΑΥΣΙΠΟΡΟ μου από την Αγία Μαρία της Λέρου, αποχαιρετώντας το φίλο μου Μπαλαμπάνη με ρότα την ανατολική πλευρά της Καλύμνου. Η απόσταση ανάμεσα στη Λέρο και την Κάλυμνο είναι μόλις ένα μίλι και τα τρία νησάκια που βρίσκονται ανάμεσα δημιουργούν την αίσθηση της συνέχεια στο νησί. Οι θαλασσοδαρμένες βορειοανατολικές ακτές του νησιού, δεν έχουν τουριστικό ενδιαφέρον, έχουν όμως ενδιαφέρον γι’ αυτούς που θα ασχοληθούν με το ψάρεμα.

Είχε έναν βορειά και το πρώτο μας απάγκιο ήταν η Παλιόννησος, που βρίσκεται στο μυχό ενός κόλπου, απόλυτα προστατευμένη από βοριάδες. Παλιότερα που δεν υπήρχε δρόμος υπήρχαν μόνο μαντριά, σήμερα μαζί με τα μαντριά λειτουργούν και δυο ταβέρνες, που έχουν και ρεμέτζα για τους πελάτες τους με σκάφη. Έδεσα στο γνωστό μου ερωτικό καταφύγιο, ένα ερημικό κολπάκι με βότσαλο δυτικά του κόλπου, μόλις μισό μίλι πριν τις ταβέρνες. Δεινός ψαροντουφεκάς δεν είμαι, αλλά κάνοντας το μπάνιο μου έβγαλα το μεσημεριανό μου φαγητό με κυρίαρχα λαχταριστά μπαρμπουνάκια. Μείναμε το πρώτο βράδυ εκεί για να απολαύσουμε τη φεγγαράδα σε συνδυασμό με νυχτερινό μπάνιο. Κοντά μας δεμένες πολύχρωμες ξύλινες Γκουλέτες, που έφερναν τουρίστες από απέναντι.

Έχοντας τη νοοτροπία των βεδουίνων (εξ ου και το παρατσούκλι που μου έχουν δώσει «Βεδουίνος του Αιγαίου»), πρωί της επομένης φύγαμε με νότια ρότα, αφήνοντας ανατολικά μας την Καλόλιμνο και σε απόσταση μόλις 5 μιλίων τα Ίμια. Μπήκαμε για μια βουτιά στην παραλία Πεζόντα στο μυχό ενός μεγάλου κόλπου με υπέροχα βότσαλα. Είχε μεσημεριάσει όταν τέλειωσα το ψαροντούφεκο που το συνδυάζω με μπάνιο στα κρυστάλλινα νερά, για να βάλουμε ρότα το Βαθύ.

Στο Βαθύ της Καλύμνου

Το Βαθύ, είναι ένα φυσικό φιόρδ ανατολικά του νησιού, μια γλώσσα θάλασσας μέσα στα άγρια βουνά, με απαράμιλλη ομορφιά. Μπαίνουμε στον κόλπο και στην είσοδο τα βράχια είναι χαμηλά, χωρίς να φαίνεται κάτι στο βάθος. Όσο πλέουμε τα βράχια ορθώνονται και πλησιάζουν μεταξύ τους, δημιουργώντας ένα άνοιγμα μόλις 60 μέτρων. Μια μικρή στροφή, κρύβει από τα μάτια του περαστικού τον ψαροχώρι στο βάθος του κόλπου. Κάποιοι αναρριχητές «περπατάνε» πάνω στα κάθετα βράχια, χωρίς να είναι δεμένοι, μιας και δεν υπάρχει κίνδυνος από πτώση γιατί και από κάτω είναι η θάλασσα. Κάθε φορά που μπαίνω με πιάνει δέος από το θέαμα. Συναντάμε την προβλήτα που ήταν γεμάτη από ημερόπλοια. Δίπλα μια μικρή παραλία και από τα βράχια τα παιδιά διαγωνίζονται στις βουτιές. Όσο προχωράμε τα νερά γίνονται πιο ρηχά, Συνεχίζουμε και δένουμε στο βάθος του λιμανιού, εκεί που δένουν τα ψαροκάϊκα, στο λιμάνι της Ρίνας όπως το ονομάζουν. Πίσω από το λιμάνι μια όαση πρασίνου, από τις λιγοστές στο νησί. Παρόλα αυτά, ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες, η ατμόσφαιρα γίνεται αποπνικτική από τα πυρωμένα βράχια που εκπέμπουν τη συσσωρευμένη θερμότητά τους από τον καλοκαιρινό ήλιο. Η τέντα του ΝΑΥΣΙΠΟΡΟΥ έκαιγε και ο παχύς ίσκιος από δέντρα και αναρριχόμενα φυτά στα ταβερνάκια οδήγησε τα βήματά μας, για μια παγωμένη μπύρα.

Το Βαθύ βρίσκεται χτισμένο στη μια από τις δύο εύφορες και καταπράσινες κοιλάδες της Καλύμνου. Σαν έπεσε λίγο ο ήλιος, ακολουθήσαμε το δρόμο ανάμεσα σε περιβόλια και τους λουλουδιστούς κήπους, που κρύβονται πίσω από ψηλές λιθόκτιστες ασπρισμένες μάντρες με ψηλά συρματοπλέγματα και πολλές μανταρινιές. Τα σπίτια στην αρχή στρυμωγμένα γύρω από το λιμάνι, αραιώνουν όσο ανεβαίναμε στην κοιλάδα. Στη μέση της διαδρομής στεκόμαστε στην μεγαλύτερη Παλαιοχριστιανική εκκλησία της Παλαιοπαναγιάς, μια από τις πολλές που βρίσκονται στην περιοχή. Κάτω από τον παχύ ίσκιος ενός πλατάνου στο ομώνυμο χωριό και μακριά από τους πολλούς τουρίστες, γευόμαστε τα νοστιμότατα «φύλλα», όπως λένε τα ντολμαδάκια και κοπανιστή, που γίνεται από κατσίκια που βόσκουν τρώγοντας αρωματικά φυτά και αρμυρό νερό.

Είχε πλέον γύρει ο ήλιος και μαζί του είχαν φύγει και τα ημερόπλοια, όταν επιστρέψαμε στο Βαθύ. Ήταν η καλύτερη ώρα για να το απολαύσουμε, από στο δρόμο που περνά δίπλα στα κάθετα βράχια, για να το δούμε από ψηλά, με τις πλαγιαστές αχτίδες του ήλιου να δίνουν πολλές ανταύγειες στα βράχια

Μοιράζομαι μαζί σας αναμνήσεις από την πρώτη μου επίσκεψη στο Βαθύ το 1982 με τη γυναίκα μου και την μοτοσυκλέτα μου. «Στήναμε το αντίσκηνο στην παραλία που τώρα έγινε τσιμεντένια προβλήτα και δίπλα η μοτοσυκλέτα μου. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την πιτσιρικαρία που είχε μαζευτεί γύρω μας και κοιτούσαν περίεργα δυο τουρίστες που έστηναν σκηνή. Όταν μας άκουσαν να μιλάμε Ελληνικά, σχολίαζαν «κοιτάξτε κάτι ξένοι που μιλάνε Ελληνικά!» Την επομένη το πρωί συναντάμε σε μια διασταύρωση έναν ηλικιωμένο γεωργό με τα εργαλεία του στον ώμο και τον ρωτάμε σε άπταιστα Ελληνικά πως πάνε στην Κάλυμνο, μας απάντησε «At first road turn left and then….¨» και εμείς βέβαια κόκαλο. Τις εποχές εκείνες ένα ζευγάρι με μοτοσυκλέτα, να κάνει camping, να είναι ψηλοί όπως είμαστε και οι δύο και με σορτσάκια δεν ήταν συνηθισμένο για Έλληνες.

Με τον Μικέ στον Ταρσανά στο Βαθύ

Κοιμόμουν στο ΝΑΥΣΙΠΟΡΟ και με ξύπνησε ο ρυθμικός ήχος από το σφυρί πάνω σε ξύλο, στο παλιό παραδοσιακό ταρσανά. Απόλαυσα το ελληνικό μου καφεδάκι στο ΝΑΥΣΙΠΟΡΟ όσο είχε δροσιά και λιγοστούς τουρίστες και λίγο μετά τα βήματά μου ακολούθησαν τον ήχο για να βρεθώ ως τον Ταρσανά. Ο Μικές Καστρικός, ένας 70άχρονος τότε, που δεν φαινόταν ούτε πενηντάρης, καλαφάτιζε ένα καινούργιο καΐκι. Με είδε να παρατηρώ προσεκτικά και με ενδιαφέρον, παράτησε τη δουλειά του και μου προσέφερε στο μικρό σπιτάκι του δίπλα στο καρνάγιο, ένα καφέ για να κουβεντιάσουμε. Ένας τεχνίτης που από μικρό παιδί έμαθε να σκαρώνει τρεχαντήρια και συνεχίζει μέχρι σήμερα. Μέχρι το 1953 δούλευε στο φημισμένο ναυπηγείο του Ψαρού στο Πέραμα μαζί με τον πατέρα του και μετά μετακόμισαν στο νησί. Τα μυστικά της δουλειάς τα έμαθε από τον πατέρα του και τον παππού του. Χωρίς κανένα φόβο μη του πάρω τα μυστικά μου εξήγησε αναλυτικά τον τρόπο που σχεδιάζονται τα καΐκια. Αρχικά διαλέγει τα ξύλα που θα χρησιμοποιήσει, παρατηρώντας την ποιότητά τους και τις καμπύλες που χρειάζεται. Στην αρχή μου λέει χρησιμοποιούσαμε ξύλα από πεύκα της Σάμου, αλλά χάλασαν από ένα σκουλήκι και τώρα παίρνουμε πευκόξυλα από τη Μυτιλήνη.

Μου εξήγησε αναλυτικά πως χρησιμοποιεί το «μονόχναρο», που είναι ο παλιότερος τρόπος σχεδιασμού του σκάφους, για να βγάζει εύκολα τα σχέδια. Λέγεται έτσι γιατί ο καραβομαραγκός, χρησιμοποιεί ένα μόνο «χνάρι» (ίχνος), με το οποίο υπολογίζει πως θα κοπούν τα ξύλα για το σκελετό του σκάφους. Ανάλογα με το μέγεθος του σκάφους, βάζει τα ξύλα στο δάπεδο και αρχίζει να σχεδιάζει πως θα κοπούν. Για να στήσει τον σκελετό ξεκινά από την καρίνα και μετά προχωρά στην πλώρη και στην πρύμη. Μετά καρφώνει στη μέση τους νομείς που είναι στραβά ξύλα που θα στηρίξουν τα πλαϊνά του σκάφους. Μετά ξεκινά το «πέτσωμα», με σανίδες που καρφώνει επάνω στους νομείς εξωτερικά. Για να παίρνουν εύκολα κλίση οι σανίδες τις βουτάει σε θαλασσινό νερό ή τις ζεσταίνει σε φωτιά. Αφού ολοκληρωθεί το σκάφος αρχίζει το «καλαφάτισμα», που σφηνώνει ανάμεσα στους αρμούς των σανιδιών κορδόνι, ώστε να μη μπαίνει η θάλασσα στο σκάφος και μετά το βάφουν στα χρώματα που διαλέγει ο ιδιοκτήτης.

Ένα τρεχαντήρι μου είπε θέλει δουλειά τουλάχιστον 4 μηνών από 2 άτομα για να παραδοθεί. Μετά θέλει να πέσει αμέσως στη θάλασσα για 3 μήνες και μετά να βγει και να το κάψουν, γιατί αλλιώς πιάνει σκουλήκι. Αν τα ακολουθήσεις αυτά, με μια μικρή συντήρηση, το σκαρί κρατάει πάνω 100 χρόνια. Εδώ έχουμε χτίσει τα περισσότερα τρεχαντήρια των Καλύμνιων μου είπε, παλιότερα φτιάχναμε και αχταρμάδες (αυτά που χρησιμοποιούσαν για τη σπογγαλιεία).

Έλυσα και την απορία μου σχετικά με τον πολυεστέρα που βάζουν τελευταία έξω από το ξύλο. Μου απάντησε ότι πέρα από άλλα προβλήματα, όπως η εγκλωβισμένη υγρασία, το σκάφος αυτό δεν συμπεριφέρεται σαν ξύλινο, γιατί το ξύλο δεν βρέχεται σαν τα άλλα για να γίνεται πιο σταθερό στην πλεύση του. Αφού τον ευχαρίστησα τον άφησα να συνεχίσει τη δουλειά του, παρέα με τον Μιχάλη που ετοίμαζε το δικό του τρεχαντήρι και περπάτησα ανάμεσα στα τρεχαντήρια του καρνάγιου. Σκέψεις περνούσαν από το μυαλό μου, και σίγουρα αν ζούσα μόνιμα σε νησί και είχα ένα σχετικό χρόνο, θα σκεφτόμουν πολύ σοβαρά να φτιάξω ένα ξύλινο τρεχαντήρι που όπως μου είπε ένα 10άμετρο στοιχίζει 6.500.000 δρχ. Παρόλο που είχαμε ευρώ, δεν τον ενδιέφερε η μετατροπή στο νέο νόμισμα που η αντιστοιχία ήταν (19.000€). Αλήθεια τέτοιους τεχνίτες δεν θα έπρεπε η πολιτεία να τους αξιοποιεί, προσπαθώντας να μεταδοθεί η γνώση αυτή που έρχεται εκατοντάδες χρόνια πίσω και θα χαθεί στις μέρες μας;

Στην Πόθια, στο λιμάνι της Καλύμνου

Τελειώνοντας με τον Μικέ, την ώρα που κατέφθαναν τα πρώτα ημερόπλοια από Κω και Κάλυμνο, αφήσαμε το πολύ γραφικό Βαθύ, που θεωρώ ότι είναι το πιο όμορφο σημείο του νησιού και ιδιαίτερα κατά την περίοδο που δεν έχει πολύ τουρισμό και ακολουθώντας την ακτή, πήραμε πορεία νοτιοδυτική για το λιμάνι της Καλύμνου. Όλη η διαδρομή με γυμνά βράχια, πολλές ιχθυοκαλλιέργειες και κάποιες παραλίες με βότσαλο. Φτάνουμε στον κόλπο της Νακτής, με την πολύ ωραία παραλία της Ακτής, ένα καλό απάγκιο όταν έχει βοριάδες. Μείναμε ως το απόγευμα για να απολαύσουμε τη θάλασσα μιας και μες τη ζέστη δεν ήταν να μπούμε στο λιμάνι. Αφήνουμε αριστερά μας τη βραχονησίδα Σαρή και μπαίνουμε στη νότια πλευρά του νησιού με δυτική πλέον κατεύθυνση. Πριν την είσοδο του λιμανιού συναντάμε δυο - τρία μεγάλα βενζινάδικα, που προμηθεύουν καύσιμα σε σκάφη επάνω στο ντόκο. Βλέπετε ο στόλος των Καλύμνιων είναι πολύ μεγάλος και μεγάλες είναι και οι ανάγκες για καύσιμα.

Περνάμε τον μεγάλο κυματοθραύστη και μπαίνουμε σε ένα από τα μεγαλύτερα και απόλυτα ασφαλή από όλους τους καιρούς, λιμάνια της Χώρας μας, στην Πόθια. Την παράσταση κλέβουν τα τρία ενετικά κτίρια του Επαρχείου, και του ναυτικού Μουσείου που βρίσκονται στο μέσον του λιμανιού και του Λιμεναρχείου, που βρίσκεται δυτικά του λιμανιού.

Η Πόθια, έχει τη χαρακτηριστική Ελληνική, παραδοσιακή, άναρχη δόμηση χωρίς κανένα οικοδομικό χρώμα, με δίπατα ή τρίπατα σπίτια, τα περισσότερα με ταράτσες και απλώνεται μέχρι βαθιά στην κοιλάδα που σχηματίζεται ανάμεσα σε ψηλά βουνά και ενώνεται με τον οικισμό Χωριό. Δυτικά τα σπίτια ανεβαίνουν αμφιθεατρικά μέχρι ενός σημείου στα σχεδόν κατακόρυφα βράχια και ψηλά στέκει το μοναστήρι του Αγίου Σάββα από όπου κάθε Πάσχα «ανατινάζουν» το νησί τους, ρίχνοντας χιλιάδες δυναμίτες και βεγγαλικά. Ανατολικά στο αντικριστό βουνό, σχηματίζοντας γειτονιές, τα «μαράσια» όπως τα λένε οι ντόπιοι.

Ξεκινάμε την περιήγησή μας από το Λιμεναρχείο που βρίσκεται δυτικά του λιμανιού, όπου δίπλα στεγάζεται η μοναδική Δημόσια Σχολή Αυτοδυτών στην πατρίδα μας. Στο νησί απ’ όπου ξεκίνησαν οι δύτες, και η σπογγαλιεία το έκανε γνωστό σε όλο τον κόσμο με τις εξαγωγές της, δίνεται μεγάλη σημασία στην κατάδυση. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι είχαν ξεκινήσει και «Καταδυτικό Φεστιβάλ», το δεύτερο 15θήμερο του Αυγούστου, που προσφέρει εντελώς δωρεάν μαθήματα κατάδυσης, υποβρύχια σκυταλοδρομία, σκοποβολή και παιχνίδι κρυμμένου θησαυρού, καθώς και επισκέψεις σε υπόγειες σπηλιές και ναυάγια.

Στην προβλήτα οι αμέτρητες καφετέριες είναι γεμάτες νέο κόσμο και μάλιστα από ότι φαινόταν ντόπιους. Ανάμεσα στα «σύγχρονα» οικοδομήματα, ξεχωρίζουν κάποια όμορφα νεοκλασικά, που δείχνουν τον πλούτο που είχαν έμποροι της εποχής. Περπατάμε επάνω στο υπέροχο ψηφιδωτό προαύλιο της μητρόπολης του Σωτήρος Χριστού και τα βήματά μας, μας οδηγούν στο εσωτερικό όπου με δροσιά πλέον θαυμάζουμε το μαρμάρινο τέμπλο, έργο του Χαλεπά από την Τήνο το 1877. Δίπλα το μεγαλόπρεπο Επαρχείο, βαμμένο με ώχρα ένα κτίριο με τρούλο και αψίδες, πραγματικό κόσμημα στην είσοδο του λιμανιού. Πιο πέρα το Δημαρχείο και το Ναυτικό μουσείο με τις τέσσερις αίθουσες, όπου ξετυλίγεται η ζωή των Καλύμνιων, με τα παλιά σκάφανδρα, τις σκανταλόπετρες (πέτρες που κρατούσαν οι δύτες προκειμένου να έχουν γρήγορη κατάδυση), και άλλα ναυτικά εργαλεία. Σε άλλες αίθουσες κειμήλια και φορεσιές από τη ζωή των κατοίκων τα παλιά χρόνια. Έχει πραγματικά μεγάλο ενδιαφέρον η επίσκεψη στο μουσείο αυτό.

Κινούμαστε προς την ανατολική πλευρά του λιμανιού που είναι τα ψαροκάικα. Δεκάδες ορειχάλκινα αγάλματα, φτιαγμένα από τον Μιχάλη Κόκκινο και την κόρη του Ειρήνη. Αμέτρητα τα ψαροκάικα και οι ψαρόβαρκες Από ότι μου είπαν στο λιμενικό Ταμείο, στην Κάλυμνο είναι λεμβολογημένα 1.500 ψαροκάικα, τα περισσότερα από κάθε άλλο λιμάνι της Ελλάδας. Άλλωστε οι Καλύμνιοι πλέον είναι ίσως οι μοναδικοί ψαράδες που συναντάμε σε όλο σχεδόν το Αιγαίο, που λείπουν από το νησί τους για πάνω από 10 μήνες το χρόνο ψαρεύοντας. Παλιά ψάρευαν σφουγγάρια, και τώρα ψάρια, αν και είναι γνωστοί και για ανορθόδοξους τρόπους ψαρέματος (δυναμίτες και ναργιλέδες) τα παλιότερα χρόνια.

Περνάμε μπροστά από ένα εργαστήρι επεξεργασίας σφουγγαριών. Στην περιοχή αυτή υπάρχουν πολλά ουζερί και πιο πέρα η Ιχθυόσκαλα με την επιγραφή «Απαγορεύεται το φτύσιμο» που συνοδεύεται και από σήμα. Λίγο πιο πέρα σε ένα μικρό κόλπο το δεύτερο καρνάγιο του νησιού. Ο καραβομαραγκός Γιώργος μου είχε πει ότι παλιά δεν προλάβαιναν να χτίζουν ψαροκάικα, τώρα αρκούνται μόνο σε επισκευές και συντήρηση ιδιαίτερα τους χειμερινούς μήνες. «Οι ψαράδες πλέον προτιμούν τα πλαστικά», μου είπε με παράπονο.

Περάσαμε μέσα από τους πολύβουους δρόμους της Πόθιας, όπου βρίσκεται όλη η εμπορική δραστηριότητα του νησιού, και αφήνοντας δεξιά μας το Νοσοκομείο που στεγάζεται σε ένα νεοκλασικό κτίριο, φθάσαμε στο επόμενο οικισμό το Χωριό, που ενώνεται ουσιαστικά με τη Ποθιά και ήταν για αιώνες η πρωτεύουσα του νησιού. Στο κέντρο στο Χωριό περπατήσαμε τα στενά πλακόστρωτα σοκάκια με τα παλιά και μικρά παραδοσιακά σπίτια, και σταθήκαμε μπροστά στο ιχθυοπωλείο που η επιγραφή του έγραφε «Το Καψούλι». Δεν έχουν το θεό τους οι άνθρωποι….

Η κοιλάδα της Ποθιάς είναι η πιο πυκνοκατοικημένη περιοχή και εδώ διαμένουν και οι περισσότεροι από τους 17.000 κατοίκους του νησιού. Επάνω από το Χωριό στέκει επιβλητικό το Κάστρο της Χρυσοχεριάς, χτισμένο από τους Ιωαννίτες επάνω σε βυζαντινά ερείπια όπου μέχρι τον 18ο αιώνα διέμεναν οι Καλύμνιοι. Από εδώ η θέα στην κοιλάδα και στο λιμάνι είναι εκπληκτική. Το βράδυ είναι ιδιαίτερα όμορφο φωταγωγημένο. Αμέσως μετά το Χωριό συναντάμε αριστερά μας προβάλει επιβλητικό το Ιερό Βήμα της Παλαιοχριστιανικής εκκλησίας ο «Χριστός της Ιερουσαλήμ», και δίπλα ο νέος ναός.

Απόγευμα επιστρέψαμε στο λιμάνι για να ανεβούμε στο μοναστήρι του Αγίου Σάββα που είναι σκαρφαλωμένο στον ψηλό βράχο επάνω από την Πόθια. Πριν φτάσουμε, στη διασταύρωση για το Mοναστήρι του Aγίου Σάββα, βλέπουμε στα 30 μέτρα την επιγραφή «Λαογραφικό Mουσείο - Παραδοσιακό Σπίτι Kαλύμνου» και μπήκαμε. Σας το συνιστώ ανεπιφύλακτα με την κυρία Φανερωμένη, κόρη σφουγγαρά, να μας κάνει μια από τις ωραιότερες και πιό συγκινητικές ξεναγήσεις που μου έχουν κάνει ποτέ. Είχε πολλά να πει για τις Καλύμνιες συνήθειες παλιότερα. Πως οι γυναίκες περίμεναν τους άντρες τους να επιστρέψουν και όταν έβλεπαν μεσίστιες σημαίες, ήξεραν ότι κάποιος χάθηκε από το πλήρωμα και ή ρίχτηκε με σακί στη θάλασσα ή τον έθαψαν σε κάποιο ερημονήσι. Δεν είχαν τελειωμό αυτά που μας εξιστορούσε για την ζωή ιδιαίτερα των γυναικών εκείνες τις εποχές.

Συνεχίζουμε για το μοναστήρι και φθάνουμε σε ένα συγκρότημα έξη εκκλησιών με κεντρική του Αγίου Σάββα, που ο τρούλος του δεσπόζει στο λιμάνι. Ο αέρας είχε αρχίσει να λυσσομανά και δεν μπορούσαμε να σταθούμε. Από εδώ η θέα στο λιμάνι, αλλά και προς την Ψέριμο και την Κω είναι μοναδική.

Κατεβαίνουμε για ένα καφεδάκι στο «cafe Ραντεβού», που βρίσκεται κάτω από το μοναστήρι, το πιο ψηλό κτίριο της Πόθιας, για να απολαύσουμε ένα τζιν τονικ και την απέραντη θέα του λιμανιού της Καλύμνου λίγο πριν φύγει το τελευταίο φως της μέρας και το συνιστώ σε όποιον βρεθεί στο νησί, να μη χάσει το «ραντεβού με τα αισθήματα» που του προσφέρει η τοποθεσία.

Από το Λιμάνι ως τον Εμπορειό

Η δυτική πλευρά του νησιού που είναι και η πλέον αναπτυγμένη τουριστικά. Βγαίνοντας από το λιμάνι η πρώτη παραλία που συναντάμε εξωτερικά του λιμανιού είναι τα Θερμά και αμέσως μετά η Γέφυρα, με το ψιλό χαλίκι και καταγάλανα νερά. Είναι οι παραλίες που πάνε με τα πόδια από το Λιμάνι.

Επόμενη στάση μας είναι στα Βλυχάδια, τον παραθεριστικό οικισμό νότια του νησιού. Εδώ θα μέναμε ένα βράδυ στο σκάφος. Ένας κόλπος απόλυτα προστατευμένος από όλους τους καιρούς εκτός από την Όστρια (Νότιος), με πολύ όμορφη παραλία από βότσαλο και άμμο. Θεωρώ ότι είναι πολύ όμορφο και ασφαλές μέρος με τα ταβερνάκια στην παραλία για να δέσει ένα σκάφος για διαμονή. Στο μυχό της παραλίας ένα υπέροχο Μουσείο Θαλασσίων Ευρημάτων του Σταύρου Βαλσαμίδη, ενός δύτη που έχει βουτήξει στις περισσότερες θάλασσες του κόσμου, όπου σου δίνεται η ευκαιρία να δεις τα πρώτα εργαλεία των δυτών, αμφορείς της χάλκινης εποχής, τεράστια ποικιλία σφουγγαριών και δεκάδες άλλα θαλασσινά ευρήματα. Εκεί συναντήσαμε τον Βασίλη, έναν μεγάλο γνώστη των σφουγγαριών που μας έδωσε πολλές πληροφορίες.

Ο αέρας δυνάμωνε και θέλαμε να πάμε στην απέναντι νησίδα Νερά για να δούμε κάποιες σπηλιές που μας είπαν ότι έχουν ενδιαφέρον, αλλά δυστυχώς πλησιάζοντας είχε φρεσκάρει ο καιρός και δεν μπορούσαμε να πλησιάσουμε. Κινηθήκαμε νοτιοανατολικά του νησιού Νερά, όπου υπάρχουν τρεις απάνεμοι κόλποι με παραλίες, που η πιο δυτική έχει και ντοκάκι με δρόμο, που οδηγεί ψηλά στο εκκλησάκι. Δέσαμε στην πιο ερημική παραλία ανατολικά με το βότσαλο για να χαλαρώσουμε και να απολαύσουμε μόνοι μας τη θάλασσα και μακριά από αδιάκριτα βλέμματα. Μια βουτιά με το ψαροντούφεκο έβγαλε το μεζέ, που η Θανούλα μου το έψησε στο γκαζάκι και το απόλαυσα με παγωμένο τσιπουράκι.

Είχε μεσημεριάσει και συνεχίσαμε πλέοντας στο στενό Τελένδου - Καλύμνου. Οι ακτές στη νότια πλευρά δεν παρουσιάζουν κανένα ενδιαφέρον, παρά μόνο ίσως για ψάρεμα, μιας και είναι μόνο ψηλά και απόκρημνα βράχια χωρίς πρόσβαση από τη στεριά μέχρι το Καντούνι στον Πάνορμο. Ένας καταπράσινος οικισμός γεμάτος εξοχικές κατοικίες και τουριστικές μονάδες που καταλήγουν στις αμμώδεις παραλίες με αρμυρίκια Καντούνι και Λιναριά. Ανάμεσά τους στέκει «σαν διαιτητής», ένας μεγάλος βράχος. Βορειότερα βρίσκεται μια άλλη όμορφη παραλία ο Πλατύς Γιαλός. Στο ένα μίλι βρίσκεται το νησάκι Αγ. Κυριακή με το εκκλησάκι να βλέπει στο νησί. Εδώ είναι ένα πολύ όμορφο σημείο για να απολαύσει κανείς το ηλιοβασίλεμα απολαμβάνοντας το απογευματινό του μπάνιο

Συνεχίσαμε μέχρι το λιμάνι στις Μυρτιές. Από εδώ και επάνω αρχίζει η πλέον τουριστική πλευρά του νησιού, με πολυκοσμία μιας ήταν μέσα καλοκαιριού. Από εδώ φεύγουν και τα καραβάκια για την Τέλενδο. Μπροστά από τον τεράστιο βράχο, απλώνεται μια υπέροχη παραλία με βότσαλο. Αμέσως μετά η αμμώδης αλλά και πολύβουη παραλία στο Μασούρι. Στις Μυρτιές και στο Μασούρι, γίνεται το «τουριστικό παιχνίδι» του νησιού. Τα σπίτια κρεμασμένα στα απόκρημνα βράχια αγναντεύουν την Τέλενδο. Δεκάδες ενοικιαζόμενα δωμάτια, ταβέρνες, μπαράκια και τουριστικά καταστήματα ως τη θάλασσα.

Μπαίνουμε στον επόμενο μεγάλο κόλπο για να φθάσουμε ως τον Αργινώντα, ένα παραθαλάσσιο οικισμό με υπέροχη παραλία με ψιλό βότσαλο και γαλαζοπράσινα νερά. Εδώ ζηλέψαμε την ηρεμία και την ομορφιά και δροσιστήκαμε στα νερά της θάλασσας, φύγαμε όμως νωρίς γιατί ο μαΐστρος έμπαινε ζωντανός στον κόλπο.

Επόμενη στάση ο Εμπορειός, ένας ήσυχος και γραφικός οικισμός, απόλυτα προστατευμένος από βοριάδες. Ένα αρκετά ήσυχο και όμορφο λιμανάκι, μακριά από τη βουή του πλήθους, με ένα ντοκάκι στη μέση της παραλίας, ένα μικρό λιμάνι ανατολικά και πολλά ρεμέτζα για να δέσει κανείς επάνω τους,. Είχε μεσημεριάσει και οι μυρουδιές από ψάρια που ψήνονταν σε μια ταβέρνα πάνω στη θάλασσα, γρήγορα οδήγησαν τα βήματά μας εκεί.

 ΕΠΙΛΟΓΟΣ 

Τελευταία βραδιά στην Κάλυμνο, πριν περάσουμε το Ικάριο με σταθμούς στα Λέβυθα, την Κίναρο και την Αμοργό. Όπως πάντα φεύγοντας από ένα νησί ανταλλάσσουμε γνώμες με τη γυναίκα μου. Η Κάλυμνος, είναι ένα νησί, αρκετά οικονομικό για τουρισμό, με καλές υποδομές χωρίς να έχει κατακλεισθεί από μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες. Για έναν που έρχεται με σκάφος, είναι ένας παράδεισος, γιατί πέρα από όλων των ειδών οι παραλίες που βρίσκεις στο νησί, υπάρχει πλειάδα νησιών και βραχονησίδων σε απόσταση αναπνοής. Σφύζει από ζωή, όλες τις εποχές ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες. Ένα νησί που ακόμα και αν δεν ψαρεύεις θα χορτάσεις φρέσκο ψάρι και θαλασσινούς μεζέδες από πρώτο χέρι.

Σφουγγάρια αυτά που νομίζουμε ότι είναι φυτά της θάλασσας

Ο Αριστοτέλης ήταν ο πρώτος που χαρακτήρισε τα σφουγγάρια ως ζώα και όχι ως φυτά και μόλις το 1967 οι επιστήμονες τα αποχαρακτήρισαν από φυτά και τα κατέταξαν στο ζωικό βασίλειο.

Τα σφουγγάρια ζουν σε μεγάλες αποικίες, σε βάθη συνήθως 30-40 μέτρων και για όλη τους τη ζωή δεν μετακινούνται. Αναπτύσσονται πάνω σε βράχια, κοχύλια και γενικά σε σκληρές επιφάνειες.

Γονιμοποιούνται με άμεσο χωρισμό ή με το σχηματισμό ωραρίων και σπερματοζωαρίων, και η διάρκεια της ζωής τους μπορεί να φθάσει τα 35-40 χρόνια και το ύψος τους να φτάσει τα 2 μέτρα. Τρέφονται με βακτηρίδια, μικροοργανισμούς, πλαγκτόν και άφθονο νερό, χαρακτηριστικό είναι ότι για να αυξηθεί το βάρος του κατά 30 γραμμάρια απαιτείται ποσότητα νερού ενός τόνου. Μέσα στους πόρους βρίσκουν καταφύγιο μικροί θαλάσσιοι οργανισμοί (σκουλήκια, καβούρια) και γι αυτό τα ονομάζουν «βιολογικά ξενοδοχεία». Έχουν διάφορα χρώματα όπως καφέ, μαύρο, πορφυρό, κίτρινο, κόκκινο κλπ.

Η επεξεργασία τους αρχίζει αμέσως μετά την εξαγωγή από τη θάλασσα. Αρχικά τα ποδοπατάνε και τα πλένουν με θαλασσινό νερό. Μετά τα βάζουν μέσα σε διάλυμα υδροχλωρικού οξέος για να αφαιρεθεί η εξωτερική τους μεμβράνη και να απομακρυνθούν τα ξένα σώματα (άμμος, πέτρες, όστρακα) από το εσωτερικό τους. Πολλές φορές βουτάνε τα σφουγγάρια μέσα σε διάλυμα θειικού οξέος και καυστικής σόδας, προκειμένου να αποκτήσουν λευκότητα και μεγαλύτερη απαλότητα. Ακολουθεί το ψαλίδισμα και η κατάταξη σε κατηγορίες, ανάλογα με το μέγεθος και την ποιότητα.

Σφουγγαράδες ήταν συνήθως Καλύμνιοι, Συμιακοί, Υδραίοι, όλοι τους από νησιά θαλασσοδαρμένα και με χώματα χέρσα και ξερά που δεν έδιναν δυνατότητα καλλιέργειας. Τα ψάρευαν συνήθως σε όλη τη Μεσόγειο και ιδιαίτερα στις ακτές της βόρειας Αφρικής και ξεκινούσαν τον Απρίλη και επέστρεφαν Νοέμβρη. Δύσκολη και επικίνδυνη η δουλειά του δύτη με πολύ μεγάλα ποσοστά ατυχημάτων. Αρχικά έπεφταν με ελεύθερη κατάδυση και κρατώντας μεγάλες πέτρες για να βρίσκονται γρήγορα στον πυθμένα. Το 1863 έκανε την εμφάνισή του στη Σύμη το πρώτο σκάφανδρο, το 1920 τον νέο αναπνευστικό μηχανισμό και μόλις το 1970 ανακαλύφθηκε ο «ναργιλές», όπου κομπρεσέρ δίνει μέσα από σωλήνα συνεχώς αέρα στον δύτη. Μετά την ασθένεια των σφουγγαριών το 1986, έχει μειωθεί σημαντικά ο αριθμός τους, καθώς και οι άνθρωποι που ασχολούνται με αυτά.

Είναι γνωστά από την εποχή του Ομήρου, όπου αναφέρεται ότι οι υπηρέτες του Οδυσσέα καθάριζαν τα τραπέζια τους με «σφουγγάρια πολύτρυπα». Στα παλιότερα χρόνια χρησίμευαν για γραφή και ζωγραφική, στην ιατρική και τη φαρμακευτική αλλά και σε ανάγκες οικιακές.

Αναρρίχηση, η νέα πηγή ζωής για το νησί.

Όταν αρχές τις δεκαετίας του 2000, είχα συναντηθεί με τον τότε Δήμαρχο Καλύμνου και μου είχε πει ότι το νησί ποντάρει πλέον τουριστικά στην αναρρίχηση, το θεώρησα απίθανο να συμβεί. Πέρασαν όμως τα χρόνια και διαπίστωσα ότι είχε απόλυτα δίκιο, μιας και η αναρρίχηση αποτελεί πλέον το τουριστικό φιλέτο και επεκτείνει την τουριστική περίοδο σε 8 με 9 μήνες..

Όλα ξεκίνησαν από το 1997, όταν μια παρέα φημισμένων Ιταλών αναρριχητών, βρέθηκε για διακοπές στην Κάλυμνο. Βλέποντας τα ποικιλόμορφα βράχια και τον συνδυασμό βράχια και θάλασσα, αποφάσισαν να επιστρέψουν στο νησί δημιουργώντας «διαδρομές αναρρίχησης». Το αστείο είναι ότι οι ντόπιοι την πρώτη φορά που τους είδαν να σκάβουν, φοβήθηκαν μήπως τους κλέβουν πετρώματα και τους συνέλαβαν. Σήμερα έχουν διανοιχθεί επάνω από 70 αναρριχητικά πεδία, που η πλειοψηφία τους βρίσκεται στη δυτική πλευρά του νησιού. Η ομορφιά του τοπίου (βουνό και θάλασσα), η ποιότητα και η ποικιλομορφία των βράχων με σπήλαια και σταλακτίτες, σε συνδυασμό με τις καιρικές συνθήκες έχουν μετατρέψει το νησί σε «Μέκκα της αναρρίχησης».

Στο νησί διοργανώνεται κάθε δυο χρόνια το «φεστιβάλ Αναρρίχησης Καλύμνου», που συγκεντρώνει στο νησί αναρριχητές απ όλο τον κόσμο.

Κάθε χρόνο πλέον επισκέπτονται το νησί, πάνω από 10.000 αναρριχητές που το προτιμούν εποχές χωρίς ιδιαίτερη ζέστη. Όπως μου είπαν πρόσφατα στην Κάλυμνο, επόμενα πλάνα είναι η αναρρίχηση να ξεκινά από βράχια πάνω από τη θάλασσα που θα μεταφέρονται οι αναρριχητές με σκάφη.

ΚατηγορίαΤΑΞΙΔΙΩΤΙΚΟ
Print
Back To Top