Δεν υπάρχει πιο όμορφη εικόνα από την είσοδο στο λιμάνι της Σύμης, ιδιαίτερα πρωινές ή απογευματινές ώρες με τα αμφιθεατρικά σπίτια βαμμένα σε χρώματα παστέλ να αγκαλιάζουν το λιμάνι. Μια εικόνα ασυνήθιστη για τα ελληνικά δεδομένα που παραπέμπει σε βενετσιάνικο οικισμό. Πολλά είναι τα κριτήρια επιλογής τόπου διακοπών και σίγουρα είναι διαφορετικά και σεβαστά για τον καθένα μας. Υπάρχουν όμως κάποια μέρη που αντικειμενικά εντυπωσιάζουν με την ομορφιά τους τον επισκέπτη. Μπορεί η Σύρος να θεωρείται λόγω των μεγαλοπρεπών κτισμάτων ως η «Αρχόντισσα των Κυκλάδων», η Σύμη χαρακτηρίζεται ως η «Αρχόντισσα των Δωδεκανήσων» και όχι μόνο. Σαν ταξιδευτής, πολλές φορές με ρωτάνε ποιό νησί τους προτείνω για διακοπές. Φυσικά έχοντας πάει πάνω από μια φορά σε όλα τα νησιά της Ελλάδας, είναι πολύ δύσκολο να τους προτείνω, ιδιαίτερα αν δεν ξέρω πολύ καλά τα θέλω τους. Μια όμως σίγουρη πρόταση είναι η Σύμη, το ζωγραφιστό νησί των χρωμάτων και της αρχιτεκτονικής, που το ερωτεύεσαι με την πρώτη ματιά. Ετοιμάστε βαλίτσες για να σας ταξιδέψω στο νησί ανατρέχοντας σε ένα από τα ημερολόγια μου, μιας και το νησί το έχω επισκεφθεί πάρα πολλές φορές με τελευταίες την άνοιξη και καλοκαίρι του 2019.
Στο λιμάνι της Σύμης, τον Γιαλό και το Χωριό ή Άνω Σύμη.
Πλησιάζουμε τη Σύμη, είτε με το σκάφος μας, είτε με το πλοίο της γραμμής, που βρίσκεται στον κόλπο της Δωρίδας, σφιχταγκαλιασμένο από τις μικρασιατικές ακτές, σε μια απόσταση μόλις 4 μιλίων. Από μακριά βλέπουμε απόκρημνα γυμνά βουνά να κατεβαίνουν ως τη θάλασσα και να χάνονται σε μεγάλα βάθη. Πλησιάζουμε και μπαίνουμε στον βαθύ κόλπο του λιμανιού, που βρίσκεται βορειοανατολικά του νησιού και βλέπει απέναντι. Η πρώτη εικόνα εκθαμβωτική και εντελώς διαφορετική από τα υπόλοιπα νησιά, εξαιρουμένου του Καστελόριζου και της Χάλκης. Σπίτια να ξεκινούν από τη θάλασσα και να ανεβαίνουν ψηλά στους δυο βράχους με την απότομη κλίση, δίνοντας την εντύπωση ότι στέκονται όπως τα πιάτα στις παλιές πιατοθήκες. Ένα τεράστιο σκηνικό που εδώ και χρόνια οι Συμιακοί παίζουν το έργο της ζωής τους χωρίς διαλείμματα. Νεοκλασικά σπίτια με κεραμοσκεπές δίπατα ή τρίπατα, με ιδιαίτερες μετόπες, σφιχταγκαλιασμένα, με δυνατά ζεστά γήινα χρώματα, ανεβαίνουν από το Χωριό και φτάνουν ως τις παρυφές του Κάστρου και ανάμεσά τους ξεχωρίζουν τα καμπαναριά, πάνω από δέκα εκκλησιών.
Όλα αγναντεύουν τη θάλασσα, γιατί όλοι πρόσμεναν τους δικούς τους ναυτικούς. Έκρηξη χρωμάτων μπλε, ώχρας, κίτρινου, λευκού, τερακότας που αντανακλώνται στο λιμάνι μαζί με τα ιστία δεκάδων σκαφών που είναι δεμένα στην προβλήτα. Παρατηρώντας τις σημαίες των σκαφών, νομίζεις ότι βρίσκεσαι σε τούρκικο λιμάνι, μιας και είναι η Σύμη must προορισμός των Τούρκων. Οι καλύτερες ώρες για να βιώσεις τη Σύμη είναι από το απόγευμα ως τις δέκα το πρωί, γιατί το καλοκαίρι το μεσημέρι έχει συνήθως άπνοια με φρικτή ζέστη και πολλούς ημερήσιους επισκέπτες. Το πρωί ο ήλιος πέφτει στα σπίτια της δυτικής πλευράς του λιμανιού και αντίστοιχα το απόγευμα στην ανατολική πλευρά, τονίζοντας διαφορετικές εικόνες. Το βράδυ όλος ο οικισμός φωταγωγείται και προσφέρει μαγευτική εικόνα.
Πλησιάζοντας στο λιμάνι, μας υποδέχεται ο καβοδέτης για να μας οδηγήσει στο σημείο που θα δέσουμε και να μας δώσει νερό και ηλεκτρικό.
Δεν χορταίναμε να ρουφάμε εικόνες που συνεχώς εναλλάσσονται διατηρώντας σταθερό το background από πολύχρωμα πλεούμενα που μπαινοβγαίνουν, συναγωνιζόμενα σε ομορφιά το ένα από το άλλο. Τουρίστες πηγαινοέρχονται και όμορφες κοπέλες φορώντας μόνο τα απαραίτητα, αναψοκοκκινισμένες από τη ζέστη και τον ήλιο. Σιγά σιγά τα έντονα χρώματα των σπιτιών και των πλεούμενων, παίρνουν πιο απαλούς τόνους και τα πρώτα φώτα ανάβουν δειλά το ένα μετά το άλλο. Τα φώτα παιχνιδίζοντας, αντιφεγγίζουν μέσα στα βαθιά νερά του λιμανιού, προσθέτοντας στη μαγεία της νύχτας ιδιαίτερη ομορφιά.
Ώρα για να απολαύσω στη βάρκα μου ένα τζιν τόνικ, μέχρι που οι τουρίστες να αρχίσουν να περπατάνε ντυμένοι με τα βραδινά τους. Περπατάμε και εμείς μαζί τους, ξεκινώντας από την δυτική πλευρά της προβλήτας. Μετά τα τουριστικά σκάφη και προς το μυχό του κόλπου δένουν τα ημερόπλοια που έχουν βγάλει απ έξω φωτογραφίες από τις ημερήσιες κρουαζιέρες. Αμέσως μετά το όμορφο κτίριο του τελωνείου και πίσω το πέτρινο γεφύρι ή «Γεφύρι της αγάπης» που ενώνει τις δυο πλευρές του Γιαλού. Πίσω η πλατεία με το κτίριο του δημαρχείου αλλά και το ναυτικά μουσείο φωταγωγημένα. Πιο δίπλα ο καθεδρικός ναός του Τιμίου Προδρόμου που ανεγέρθηκε το 1838, με το ψηφιδωτό προαύλιο και το υπέροχο φωταγωγημένο καμπαναριό. Είναι η μητρόπολη της Σύμης.
Στο διάβα μας όλη η παραλία από τη μια μεριά γεμάτη καφενεία, ταβέρνες και τουριστικά καταστήματα και από την άλλη κάθε λογής σκάφη, που όσο πηγαίναμε προς την άκρη του λιμανιού μεγαλώνουν και γίνονταν πιο χλιδάτα. Άλλωστε η Σύμη είναι ένας βασικός προορισμός του jet set, όλων των επωνύμων που κινούνται στην περιοχή είτε από την Τουρκία είτε από την Ελλάδα. Στη γωνιά μοσχοβολά ο ξυλόφουρνος, και αμέσως μετά η «οικία Καμψοπούλου» (τώρα Γκαλερί και εστιατόριο),, ένα κτίριο με βαριά ιστορία μιας και εδώ υπεγράφη η παράδοση των Δωδεκανήσων στους συμμάχους και λίγο πιο πριν μια πινακίδα σκαλισμένη στην πέτρα του βράχου γράφει «Σήμερα κρυφομίλησε η λευτεριά με μένα, πάψετε δώδεκα νησιά νάστε συλλογισμένα, 8 Μαΐου 1945», είναι η μέρα της ενσωμάτωσης των Δωδεκανήσων με την Ελλάδα. Αμέσως μετά συναντάμε την γκαλερί Καπόγλου σε ένα εντυπωσιακό νεοκλασικό κτίριο.
Φθάνουμε στην άκρη που είναι το παλιό ενετικό Φρουραρχείο, που σήμερα στεγάζει την αστυνομία. Μπροστά από το ενετικό κτίριο συναντάμε τον Πύργο του ρολογιού. Ένα ψηλό πέτρινο φωταγωγημένο ρολόι στέκει στην είσοδο του λιμανιού και από το 1881 και μετρά για λογαριασμό των ανθρώπων ασταμάτητα το χρόνο. Δίπλα το άγαλμα «το Μιχαλάκι», που απεικονίζει ένα μικρό ψαρά, του διάσημου Συμιακού γλύπτη Βαλσάμη.
Συνεχίζουμε το περπάτημα και μετά τη στροφή συναντάμε το ξενοδοχείο «Αλίκη» με το έντονα χρώματα εξωτερικά και την υπέροχη νεοκλασική εσωτερική διακόσμηση. Ήταν το σπίτι της μητέρας του αείμνηστου Γιώργου Γεννηματά. Αξίζει να δούμε τον εσωτερικό του διάκοσμο. Συνεχίζοντας στην περιοχή Χαράνι, για να βρεθούμε στο καρνάγιο. Οι Συμιακοί ήταν ξακουστοί καραβοκύρηδες που με Μπρατσέρες και Συμιακά καραβόσκαρα αλώνιζαν τις θάλασσες. Παράλληλα ήταν φημισμένοι για τους στόλους για σπογγαλιεία. Εδώ χτίζονταν τα ξύλινα σκαριά από έμπειρους καραβομαραγκούς. Σήμερα η κατασκευή ξύλινων σκαφών απαξιώθηκε και παρέμειναν στην επισκευή ή το χτίσιμο κανενός μικρού τρεχαντηριού.
Ανηφορίζουμε το μονοπάτι για να βρεθούμε στην φωταγωγημένη και επιβλητική εκκλησία της Ευαγγελίστριας, που δεσπόζει με το μεγάλο τρούλο και το ψηλό καμπαναριό. Είναι η πρώτη εκκλησιά που αντικρίζει ο επισκέπτης σαν μπει στο λιμάνι.
Νωρίς το πρωί αξίζει να ανηφορίσουμε κάτω από σκιά στα δαιδαλώδη σκαλοπάτια που βρίσκονται στην ανατολική πλευρά του λιμανιού, για να απολαύσουμε με άλλη οπτική γωνία και να φωτογραφήσουμε, τα λουσμένα από το λαμπερό φως του ήλιου κτίσματα, της δυτικής πλευράς Από εδώ η θέα απεριόριστη. Βλέπεις σχεδόν κάθετα τα ψηλά κατάρτια των ιστιοφόρων μέσα στο βαθύ μπλε του λιμανιού με τα 20-50 μέτρα βάθος, και στην άλλη μεριά του λιμανιού τα πολύχρωμα σπίτια να κατεβαίνουν από το βουνό και στην κορυφογραμμή οι ανεμόμυλοι.
Στο Χωριό
Η καλύτερη ώρα να πάμε στο Χωριό ή αλλιώς Άνω Σύμη, είναι το απόγευμα. Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το λεωφορείο, αν λόγω ζέστης δεν θέλουμε να ανεβούμε τα 500 σκαλιά. Έξω από τα τελευταία σπίτια, συναντάμε το «parking μουλαριών», που μεταφέρουν υλικά οικοδομών στα σπίτια όπου δεν πάει δρόμος. Στο Χωριό η ζωή και τα σπίτια είναι διαφορετική, τα σπίτια είναι πιο παλιά και τα περισσότερα ανήκαν σε καπεταναίους και μεγαλοεμπόρους. Ο Γιαλός κτίστηκε μετά το 1900, όταν έφυγαν οι πειρατές. Οι τουρίστες που φέρνουν καθημερινά τα ημερόπλοια από Ρόδο και από άλλα κοντινά νησιά, κατακλύζουν το λιμάνι και λίγοι είναι αυτοί που ανεβαίνουν στο Χωριό. Στο τέρμα του λεωφορείου περπατάμε στα καλντερίμια του Χωριού. Πανέμορφα σπίτια, καταστήματα και ταβέρνες κάτω από κληματαριές σε αυλές γεμάτες λουλούδια. Εδώ έκαναν τα γλέντια τους οι παλιοί σφουγγαράδες πριν μπαρκάρουν. Εδώ ψηλά στο Χωριό δεν έχει τη ζέστη του Γιαλού, έχει δροσιά από το αεράκι που φυσά και κάνει τη διαμονή σου ευχάριστη. Στεκόμαστε στο παλιό δημοτικό φαρμακείο, τη Σπετσαρία που λειτουργούσε από το 1884. Οι πλούσιοι της εποχής, φρόντιζαν το νησί και από πολύ παλιά είχαν δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Συνεχίζουμε προς την άκρη του οικισμού, τα σπίτια πιο παλιά και πέτρινα, η μια εκκλησιά μετά την άλλη, μέχρι που φθάνουμε στο Αρχαιολογικό & Λαογραφικό μουσείο, που στεγάζεται σε ένα πετρόχτιστο αρχοντόσπιτο του Χατζηιωάννου που διέμενε τον 18ο και 19ο αιώνα, με βοτσαλωτή αυλή και εκθέματα παλαιοχριστιανικά, αλλά και λαογραφικά από την παλιά ζωή στη Σύμη.
Κατεβαίνοντας στην Καλή Στράτα
Παίρνουμε το δρόμο για το λιμάνι. «Καλή Στράτα» λένε τον παλιό εμπορικό δρόμο που ενώνει από πολύ παλιά το Γιαλό με το Χωριό, με 500 πλατύσκαλα για εύκολη ανάβαση και κατάβαση. Δεν πρέπει να επισκεφθεί κανείς την Σύμη χωρίς να περπατήσει την Καλή Στράτα. Σε κάθε πλατύσκαλο βλέπεις μοναδικές εικόνες να ξετυλίγονται μπροστά σου, κάνοντας παράλληλα βήματα στην ιστορία. Εδώ ήταν ο κεντρικός δρόμος και τα σπίτια των εμπόρων και των καπεταναίων της εποχής. Σπίτια βαμμένα με ώχρα με όλες τις αποχρώσεις του μπλε με καφέ, ρόζ, δίριχτες σκεπές με αετώματα και σχέδια ζωγραφικής και χαρακτικής στην πρόσοψη. Χαρακτηριστικό όλων σχεδόν των σπιτιών στη Σύμη, είναι «το μάτι του βοδιού», ένα στρογγυλό ή τριγωνικό ή τετράγωνο, διάτρητο ζωγραφιστό ανάγλυφο, που βρίσκεται στο αέτωμα της πρόσοψη κάτω από την κεραμοσκεπή. Χρησιμεύει ως αεραγωγός αλλά και να διώχνει το κακό μάτι. Από τα ανοιχτά παράθυρα βλέπουμε ζωγραφιστά ταβάνια, έπιπλα και σκεύη που μαρτυρούν τον πλούτο και της κουλτούρα της εποχής. Στην πρώτη στροφή νάσου και το καφενείο η «Καλή Στράτα» για να μας ξαποστάσει (δυστυχώς δεν λειτουργεί πιά). Από εδώ η θέα του λιμανιού είναι μοναδική. Όσο θαύμαζα τη μοναδική αυτή θέα μου έρχονταν στο μυαλό τα λόγια του Μιχάλη Τσαβαρή, όταν μου εξιστορούσε την ιστορία του νησιού «στο νησί επί Τουρκοκρατίας ζούσαν πάνω από 25.000 ψυχές και περνούσαν καλά γιατί οι Τούρκοι τους άφηναν ήσυχους απολαμβάνοντας τον ναργιλέ τους, μέχρι που το 1912 πουλάνε τα Δωδεκάνησα στους Ιταλούς. Δυστυχώς οι κοκορόφτεροι (όπως έλεγαν τους Ιταλούς), έκαναν πολλές αλλαγές και προκειμένου να αλλάξουν τη γλώσσα, έκαναν τα σχολεία Ιταλικά. Οι Συμιακοί αντιστάθηκαν και πολλοί τότε αναγκάστηκαν να ξενιτευτούν για να μην μάθουν τα παιδιά τους Ιταλικά. Στο νησί έμειναν πολύ λίγοι… Σήμερα ζουν γύρω στους 2.500 μόνιμα, αλλά το νησί ζει και η ομορφιά δεν σταματά με τίποτα…». Διαπιστώνουμε ότι παρόλο που βρίσκεται τόσο κοντά στην Τουρκία, δεν υπάρχουν δεν βλέπουμε έστω και ένα ερειπωμένο τζαμί, που μαρτυρά ότι δεν ζούσαν μουσουλμάνοι στο νησί.
Θυμάμαι την πρώτη φορά που επισκέφτηκα το νησί, κατεβαίνοντας τα πλατύσκαλα σκαλοπάτια, με ξάφνιασε ο θόρυβος από τις οπλές ζώων. Πάνω από δέκα μουλάρια ανέβαζαν υλικά οικοδομών από το λιμάνι στο Χωριό, μιας και δεν μπορεί να πάει άλλο μεταφορικό μέσο πέρα από τα μουλάρια και στο πεζοδρόμιο μια κυρία καθάριζε φρέσκα φασολάκια σε μια λεκάνη. Όμορφα σπίτια κάποια εγκαταλελειμμένα, τα περισσότερα όμως καλοδιατηρημένα, με μια αρχοντιά, και πολλά με μαρμάρινες προσόψεις. Σε ένα μισοερειπωμένο τεράστιο οίκημα διαβάζουμε «31 Αυγούστου 1878», περιμένει κάποιον από του κληρονόμους να το ανακαινίσει. Πλησιάζουμε προς το λιμάνι, και εδώ τα σκαλιά καλύπτονται με πέργολες με πυκνή πρασινάδα. Τα τουριστικά και εμπορικά καταστήματα το ένα δίπλα στο άλλο. Τα φώτα άναβαν το ένα μετά το άλλο σαν πυγολαμπίδες, έτσι όπως πρωτοάναψαν το 1928 όταν ήρθε το ηλεκτρικό στο νησί.
Οδική περιήγηση
Όλοι οι οικισμοί του νησιού καθώς και τα ενδιαφέροντα σημεία έχουν πρόσβαση από τη θάλασσα. Έχει όμως ενδιαφέρον και η εικόνα της ενδοχώρας.
Πρώτη επίσκεψη στον μικρό οικισμό του Νημπορειού ή Εμποριού, που βρίσκεται ανατολικά του λιμανιού. Στη διαδρομή συναντάμε μικρούς ξενώνες με θέα το απέραντο γαλάζιο και ο δρόμος τελειώνει στην μεγάλη βοτσαλωτή παραλία Νος, με ένα ταβερνάκι στην αρχή της παραλίας.
Επιστέφουμε στο λιμάνι και παίρνουμε το δρόμο για το Χωριό. Στρίβουμε στη διασταύρωση για το Πέδι, το δεύτερο φυσικό λιμάνι της Σύμης με τον μεγαλύτερο οικισμό μετά το Χωριό και το Γιαλό. Μια εύφορη κοιλάδα καταλήγει σε μια παραλία με ρηχά νερά για μπάνιο και γραφικά ταβερνάκια. Εκεί και το καρνάγιο που βγάζουν τα σκάφη τους οι ψαράδες. Βρίσκεται σε έναν πολύ μεγάλο κόλπο απόλυτα προστατευμένο από καιρούς, περισσότερο και από το Γιαλό, δένουν συνήθως αρόδου πολλά ιστιοπλοϊκά και μεγάλα σκάφη.
Επιστρέφουμε στο Χωριό και συνεχίζουμε τον ανηφορικό δρόμο που οδηγεί νότια του νησιού προς τον Πανορμίτη. Όσο ανεβαίναμε η θέα εκπληκτική, οι δύο κόλποι του Γιαλού και του Πέδι, ο ένας δίπλα στον άλλο και ανάμεσα ο λόφος με τα σπίτια και τους μύλους στην κορυφή.
Κατευθυνόμαστε προς το πολύ σημαντικό μοναστήρι του Μιχαήλ του Ρουκουνιώτη με τις υπέροχες τοιχογραφίες του 15ου αιώνα και ένα αιωνόβιο σπάνιο κυπαρίσσι απλωμένο σαν μεγάλος πλάτανος εξωτερικά της μονής.
Η διαδρομή από τη Σύμη στον Πανορμίτη είναι πολύ εντυπωσιακή. Κάτι που δεν μπορεί να φανταστεί ο επισκέπτης που πρωτοαντικρύζει τον άγριο ορεινό όγκο του νησιού. Το πράσινο κυριαρχεί παντού και στις Χάνες συναντάμε ένα κυπαρισσόδασος, με δένδρα που μοιάζουν με έλατα και είναι το δεύτερο στην Ελλάδα μετά την Κρήτη. Δεν μπορεί να φαντασθεί κανένας πόσο πυκνό είναι το δάσος σε ένα τόσο άγονο και πετρώδες νησί.
Φθάνουμε μέχρι τον Πανορμίτη, γύρω στα 15 χιλιόμετρα από το Γιαλό, για να φωτογραφήσουμε από ψηλά και να ξαναδούμε τις ομορφιές του με ησυχία.
Στον Πανορμίτη, το μεγαλύτερο μοναστήρι του Αιγαίου
Βγαίνοντας από την ενδοχώρα της Σύμης και κατηφορίζοντας για τον Πανορμίτη, σταματάμε σε ένα ξέφωτο. Μέσα σε ένα απόλυτα φυσικό λιμάνι, προστατευμένο από όλους τους καιρούς απλώνεται το κτιριακό συγκρότημα του μοναστηριού. Στο μέρος αυτό έμπαιναν τα πλοία για να προστατευτούν όταν είχε δυνατούς καιρούς, το μοναστήρι που βρίσκεται σε ένα φυσικό κόλπο νοτιοδυτικά του νησιού. Η πρώτη εικόνα θυμίζει μια μεγάλη ξενοδοχειακή μονάδα και μόνο το τεράστιο καμπαναριό δηλώνει ότι είναι μοναστήρι.
Φτάνουμε μετά από διαδρομή 20 χιλιομέτρων από το Γιαλό στο κτιριακό συγκρότημα του μοναστηριού. Προτείνω η επίσκεψη να γίνει το απόγευμα, όταν το φως του ήλιου λούζει το εκπληκτικής αρχιτεκτονικής πολύχρωμο σκαλιστό καμπαναριό, αλλά και όλα τα κτίσματα. Δεκάδες ξενώνες, πολλοί είναι αυτοί που τους χρησιμοποιούν και για διακοπές, με φούρνο, εστιατόριο, μπακάλικο αλλά και καφενείο. Εκατοντάδες έως και χιλιάδες οι καθημερινοί επισκέπτες ιδιαίτερα την καλοκαιρινή περίοδο. Στεκόμαστε να θαυμάσουμε από κοντά το καμπαναριό κόσμημα, σε ρυθμό μπαρόκ, που χτίστηκε το 1905. Οι καμπάνες ζυγίζουν πάνω από 700 κιλά, φτιαγμένες από Συμιακούς.
Ανεβαίνουμε τα σκαλοπάτια και περνάμε τη θολωτή είσοδο στη βάση του καμπαναριού. Μπαίνουμε στο εσωτερικό του μοναστηριού. Γύρω γύρω κελιά και χώροι του μοναστηριού σε δυο ορόφους με στοές και καμάρες και στη μέση η εκκλησία. Εσωτερικά οι αυλές με λευκά και μαύρα βότσαλα σε σχήμα ψαροκόκαλου.
Περνάμε την πόρτα της εκκλησιάς. Ο ναός πρωτοκτίστηκε το 1460 και ο σημερινός ναός το 1783. Είναι η μοναδική εκκλησία που δεν είναι αφιερωμένη στους δυο αρχαγγέλους Μιχαήλ και Γαβριήλ, αλλά μόνο στον Μιχαήλ, που είναι ο αρχάγγελος που παίρνει τις ψυχές (ψυχοπομπός). Η εκκλησία μικρή με το ξυλόγλυπτο τέμπλο και την επιβλητική ολόχρυση εικόνα του Ταξιάρχη Μιχαήλ γεμάτη τάματα και όπως λένε οι ντόπιοι είναι «κλέφτης» και αν τάξεις στον Άγιο και το ξεχάσεις, θα σου το πάρει ο αρχάγγελος Μιχαήλ όπου και νάσαι, παίρνοντας την ψυχή σου. Απομεινάρια από σκαλιστές μαρμάρινες κολώνες που χρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικά υλικά, αποδεικνύουν ότι χτίστηκε πάνω σε αρχαίο ναό.
Βγαίνουμε από την εκκλησία για να επισκεφθούμε τα δυο μουσεία. Οι καπεταναίοι όταν κινδύνευαν έταζαν ομοιώματα των σκαφών τους και μέσα στο μοναστήρι υπάρχει ειδική αίθουσα με το ένα πιο όμορφο από το άλλο. Και αν ταξίδευαν και ήταν μακριά, έβαζαν μέσα σε μπουκάλια το τάμα και το πέταγαν στη θάλασσα με ένα σημείωμα. Όποιος το έβρισκε το έφερνε εδώ και υπάρχουν πολλά τέτοια τάματα στον ειδικό αυτό χώρο μέσα σε μπουκάλια. Στις αίθουσες του μουσείου συναντάμε αξιόλογα θρησκευτικά κειμήλια, αρχιερατικά άμφια, εικόνες και εκκλησιαστικά σκεύη. Στο λαογραφικό μουσείο εκτίθενται σκεύη που χρησιμοποιούνταν από τους μοναχούς.
Η γεωγραφική θέση του μοναστηριού, ήταν κόμβος γιατί βρίσκεται στη ρότα των πλοίων της εποχής που συνέδεαν την Κωνσταντινούπολη με την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, αλλά και τα Ιεροσόλυμα. Μιας και το λιμάνι ήταν ασφαλές, έβρισκαν καταφύγιο σε κακοκαιρία τα πλοία της εποχής αλλά και σήμερα.
Το εκκλησάκι της Αγίας Μαρίνας επιλέγουν κάθε χρόνο ξένοι για να παντρευτούν
Τις πρωινές ώρες πολλά ημερόπλοια μεταφέρουν επισκέπτες στο νησί και στην μικρή προβλήτα μπορούν να δέσουν με ασφάλεια σκάφη για διανυκτέρευση.
Το μοναστήρι γιορτάζει στις 8 Νοέμβρη και την Πεντηκοστή που συγκεντρώνεται πολύς κόσμος, απ’ όλη σχεδόν την Ελλάδα.
Σύμης Περίπλους
Η ομορφιά της Σύμης δεν είναι μόνο αυτή του οικισμού, αλλά και της ακτογραμμής. Πάρτε τα ημερόπλοια που κάνουν το γύρο του νησιού ή το σκάφος σας για να σας ξεναγήσω.
Επιλέγω πάντα να ξεκινώ νοτιοανατολικά, για να βλέπω την ακτογραμμή και τις παραλίες λουσμένες από το φως του ήλιου.
Βγαίνοντας από τον κόλπο του Γιαλού και περνώντας τον κάβο, συναντάμε κοντά στην ακτή ένα νησάκι. Περνάμε ανάμεσα στη στεριά και το νησί και βρισκόμαστε στην μοναδική αμμώδη ακτή του νησιού με τυρκουάζ νερά. Πάνω στο νησάκι βρίσκεται το εκκλησάκι της Αγίας Μαρίνας, που γίνονται πολλοί ρομαντικοί γάμοι Ελλήνων αλλά και αλλοδαπών. Στον μυχό το κόλπου βρίσκεται η οργανωμένη αμμώδης παραλία της Αγίας Μαρίνας.
Σημείο αναφοράς του νησιού είναι η παραλία του Αη Γιώργη του Δυσάλωτου, που βρίσκεται κάτω από κάθετα ψηλά βράχια
Συνεχίζοντας νότια συναντάμε ένα βαθύ και προστατευμένο κόλπο, το Πέδι. Νότια στο μέσον του κόλπου υπάρχει παραλία με βότσαλο. Προσπερνώντας τον κόλπο συναντάμε ψηλά και γυμνά απόκρημνα βράχια που καταλήγουν πολύ βαθιά στη θάλασσα. Λίγα μέτρα από την ακτή και το βάθος είναι πάνω από 50 μέτρα, γι αυτό και το χρώμα της θάλασσας έχει το βαθύ μπλε. Κάποια στιγμή συναντάμε την πρώτη μεγάλη αγκαλιά. Εδώ βρίσκεται η πιο εντυπωσιακή παραλία του νησιού. Απόκρημνα κάθετα λευκά βράχια καταλήγουν στην ακτή και εδώ είναι χτισμένο το εκκλησάκι του Αϊ Γιώργη του Δυσάλωνα (δύσκολα αλώνεται - καταλαμβάνεται)
Όσες φορές και αν βρεθώ σε αυτή την παραλία δεν μπορώ να μην εκστασιασθώ. Μέσα σε ένα κόλπο κάθετα ψηλά βράχια που σου προκαλούν δέος, λες και είναι κομμένα από ανθρώπινο χέρι, κατεβαίνουν μέχρι την παραλία απ’ όπου ξεκινούν ολόλευκα βότσαλα που καταλήγουν στη θάλασσα. Τα νερά πολύ βαθιά έχουν στα ρηχά χρώμα τυρκουάζ και όσο βαθαίνουν ένα μπλε σκούρο, χρώμα που μόνο στη Σύμη έχω συναντήσει. Στο βάθος κάτω από τα βράχια το εκκλησάκι του Άη Γιώργη του Δησάλωνα με το μικρό καμπαναριό στην είσοδο, με πικροδάφνες για στολίδια. Αριστερά ένα μικρό ντοκάκι για να αφήνουν τους τουρίστες τα ημερόπλοια και πίσω αρμυρίκια. Τον πίνακα αυτό ζωγραφικής συμπλήρωναν με τις πινελιές τους πανέμορφα ξύλινα τουριστικά τρεχαντήρια, δεμένα στις άκρες του κόλπου με λουστραρισμένα τα ξύλα και την τούρκικη σημαία. Μετά το μεσημέρι ο ήλιος φεύγει πίσω από τα ψηλά βράχια, προσφέροντας φυσική σκιά στην παραλία. Η Σύμη όπως σχεδόν και όλα τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου είναι προορισμός τουριστών από την Τουρκία που επισκέπτονται τα νησιά μας με κρουαζιερόπλοια που τα ενοικιάζουν από εκεί. Κάποια αγριοκάτσικα μας κοιτούν από ψηλά σκαρφαλωμένα στα βράχια και κάποια άλλα κατεβαίνουν στην παραλία για να βοσκήσουν. Είναι ένα σημείο που συνήθως διανυκτερεύω με το σκάφος μου και το απολαμβάνω τις ώρες που έχει φύγει ο πολύς κόσμος.
Συνεχίζουμε τον περίπλου μας και η δεύτερη αγκαλιά που συναντάμε είναι ο κόλπος της Νανούς, που καταλήγει σε μια μεγάλη παραλία με βότσαλο. Νότια του κόλπου σχηματίζεται μια σπηλιά με υπέροχα νερά.
Στον οικισμό Νημποριό σπίτια με θέα το απέραντο γαλάζιο
Η τρίτη μεγάλη αγκαλιά που συναντάμε είναι ο κόλπος Μαραθούντα, που καταλήγει σε μια παραλία με βότσαλο και πίσω σπίτια και μια ταβέρνα. Στο μέσον της παραλίας υπάρχει ένα ντοκάκι για να δένουν τα ημερόπλοια. Προσχοχή τις τσάντες σε όσους βγαίνουν στην παραλία, από τα αγριοκάτσικα που τις ανοίγουν προσπαθώντας να ανακαλύψουν λιχουδιές. Προσοχή χρειάζεται και στην ταβέρνα που είναι περιφραγμένη με συρματόπλεγμα μιας και τα αγριοκάτσικα (όχι και τόσο άγρια) έρχονται στο πιάτο μας να δοκιμάσουν τους μεζέδες. Στην ταβέρνα συνιστώ μαγειρευτό αγριοκάτσικο (όχι από εκδίκηση, αλλά λόγω νοστιμιάς).
Η ακτογραμμή στη συνέχεια είναι χωρίς ενδιαφέρον μέχρι να φτάσουμε στο νότο, που βρίσκεται το νησί Σεσκλί. Νότια στο Σεσκλί σχηματίζεται μια παραλία με ψιλό βότσαλο και πολλά αρμυρίκια για σκιά. Συνήθως εδώ σταματούν το μεσημέρι τα ημερόπλοια για φαγητό.
Συνεχίζοντας τον περίπλου μας, αφού καβατζάρουμε τον νοτιοδυτικό κάβο της Σύμης, συναντάμε τον απόλυτα προστατευμένο κόλπο του Πανορμίτη, με το ομώνυμο μοναστήρι, που ήδη αναφέραμε στην οδική περιήγηση, έχοντας διανύσει μια απόσταση κάτω από 20 μίλια.
Μετά τον Πανορμίτη συναντάμε κοντά στις ακτές το νησάκι Γιαλεσίνο. Τα τυρκουάζ νερά μας προκαλούν για μια βουτιά στα διάφανα νερά. Στη διαδρομή βλέπουμε μεγάλες υδάτινες γλώσσες να εισχωρούν στη στεριά δημιουργώντας ασφαλείς κόλπους με μικρές παραλίες στο βάθος, κάτω από τα γυμνά βράχια. Ιδανικά σημεία για μοναχικό μπάνιο αλλά και για ψάρεμα, αρκεί ο καιρός να το επιτρέπει.
Βρισκόμαστε πλέον στη δυτική πλευρά του νησιού για να βρεθούμε στον Άγιο Αιμιλιανό, που μας γοητεύει το ολόλευκο μοναστήρι που βρίσκεται επάνω σε ένα μικρό νησάκι που μόλις το χωράει και συνδέεται με τη στεριά με μια στενή λουρίδα γης. Στη μέση του κόλπου υπάρχει μια πολύ όμορφη παραλία.
Παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής για το Γιαλό και συναντάμε βόρεια της Σύμης το νησί Νίμο, 8 μόλις μίλια από τη Datca. Περνάμε με ασφάλεια ανάμεσα (βάθος πάνω από 4 μέτρα) και βρισκόμαστε στον κόλπο του Νημποριού. Πάνω στα γυμνά βράχια δεσπόζει το μοναστήρι τους Αγίου Μερκουρίου με ένα ντοκάκια για να δέσουμε το σκάφος μας.
Πλέουμε με ασφάλεια μιας και τα νερά είναι πολύ βαθιά κοντά στην ακτογραμμή του Νημποριού, θαυμάζοντας την ομορφιά των σπιτιών που είναι κυριολεκτικά επάνω στη θάλασσα ή σκαρφαλωμένα στο λόφο. Επιστρέφουμε στο Γιαλό έχοντας διανύσει λιγότερα από 35 μίλια.
Γιατί να επιλέξω τη Σύμη για διακοπές
Η Σύμη είναι ένα ρομαντικό και γεμάτο χρώματα και εικόνες νησί, που δεν συναντάς αλλού. Δεν θα έρθεις εδώ για την ξέφρενη ζωή με τα μπιτσόμπαρα. Θα έρθεις για να δεις μια διαφορετική ομορφιά και διαφορετικές ακρογιαλιές. Θα γεμίσουν τα μάτια σου και η ψυχή σου εικόνες και συναισθήματα. Δεν θα χορταίνεις να βλέπεις την κοσμοπολίτική εικόνα των πολύχρωμων σκαφών που είναι δεμένα στο Γιαλό και δίπλα τα παραδοσιακά σπίτια. Μπορεί να μην έχεις εύκολη πρόσβαση με αυτοκίνητο στις παραλίες αλλά καθημερινά σκάφη σε μεταφέρουν σε όλες τις παραλίες του νησιού. Δεν θα έχεις πρόβλημα με τα μελτέμια, μιας και εδώ οι βοριάδες έχουν πολύ μειωμένη ένταση με βορειοδυτική κατεύθυνση. Είναι το νησί που δεν χρειάζεσαι όχημα και η οδική μεταφορά γίνεται και με τη συγκοινωνία.
Ναυτικές πληροφορίες
- Πριν την είσοδο του λιμανιού στο Γιαλό υπάρχει βενζινάδικο επάνω στη θάλασσα, προσοχή μόνο στα απόνερα.
- Μπορεί κάποιος να δέσει με ασφάλεια στο Γυαλί, στο Πέδι, στον Νημποριό, στον Πανορμίτη και στη Μαραθούντα.
- Το καλοκαίρι συνήθως από τις 11:00 έως τις 19:00 πνέουν ΒΔ άνεμοι όχι πάνω από 5Β που δεν επηρεάζουν τις ανατολικές παραλίες. Το χειμώνα όμως ο νοτιάς φέρνει μεγάλο κυματισμό στο νησί.
- Κίνδυνοι δεν υπάρχουν γύρω από το νησί γιατί τα νερά είναι πολύ βαθιά. Χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή στο αγκυροβόλιο, γιατί λόγω του βάθους δεν πιάνουν οι άγκυρες. Στο μέσον του λιμανιού στο Γιαλό το βάθος ξεπερνά τα 20 μέτρα.
- Η Πόλη της Ρόδου απέχει 22 μίλια και πολύ κοντά βρίσκονται όμορφα νησιά, σαν τη Χάλκη ή την Τήλο που απέχει γύρω στα 30 μίλια, ή την Νίσυρο που απέχει γύρω στα 40 μίλια.
Ο Καμπανοποιός της Σύμης
Σε παλιότερη επίσκεψή μου στο νησί, συνάντησα τον ηλικιωμένο Αναστάσιο Αναστασιάδη, έναν από τους τελευταίους παλιούς καμπανοποιούς της χώρας μας, που βρίσκεται στο Νημποριό, έναν γραφικό παραθαλάσσιο οικισμό 2-3 χιλιόμετρα δυτικά του Γιαλού, που ήταν και ο παλιότερος οικισμός στο νησί. Ανεβήκαμε ένα ανηφορικό δρόμο για να φτάσουμε στο σπίτι του, που δίπλα είναι το πολύ παλιό εργαστήριο σε ένα πολύ παλιό πετρόχτιστο κτίσμα. Περάσαμε μια μεγάλη εξώπορτα για να βρεθούμε στην αυλή που ήταν το μικρό του σπίτι, ένα ξωκλήσι και το εργαστήρι του. Στον τοίχο ένα ηλιακό ρολόι έδειχνε την ώρα. Μας υποδέχθηκε με καλοσύνη στο σπίτι του, και για πολύ ώρα μας εξιστορούσε με υπομονή την ιστορία της περιοχής. Είχε τελειώσει το Ιταλικό σχολείο και είχε πολλές γνώσεις, αλλά και το μυαλό οξυδερκές. Από το 1815 λειτουργούσε ως χυτήριο για άγκυρες και εργαλεία και το 1876 όπως μας είπε, πρωτοξεκίνησε η οικογένεια να φτιάχνει καμπάνες, όπου για πέντε γενιές η τέχνη μεταφέρεται από πατέρα σε γιό. Ο χώρος διάσπαρτος από μεταλλικά εξαρτήματα από καμπάνες, από μηχανήματα και στην άκρη ένας φούρνος για τα μέταλλα και απομεινάρια από την πρώτη ατμομηχανή που είχε έρθει στην Ελλάδα το 1865 από την Αγγλία μέσω της Σμύρνης. Με ένα παλιό κλειδί ανοίγει την ξύλινη πόρτα και μπαίνουμε στο εσωτερικό του εργαστηρίου. Η μόνη εξέλιξη ήταν 2-3 λάμπες φωτισμού που ήταν κρεμασμένες. Όλα τα άλλα έτσι όπως ήταν 150 χρόνια πριν, ένα ζωντανό μουσείο και δεν ήθελε να τα πειράξει, γιατί του το είχε ζητήσει ο παππούς του και βέβαια ο χώρος έχει κριθεί διατηρητέος από την αρχαιολογική υπηρεσία.
Μας έδειξε πως με πηλό φτιάχνουν το καλούπι μιας καμπάνας, πως λειτουργεί το χυτήριο με αντανακλαστικό φούρνο με ξύλα που λιώνει το μπρούτζο στους 800 με χίλιους βαθμούς. Αφού χυθεί ο λιωμένος μπρούτζος στο καλούπι θέλει τουλάχιστον 12 μέρες για να σημάνει. Όπως μας είπε άλλοι δυο έχουν απομείνει στην Ελλάδα που κάνουν καμπάνες με αυτό τον τρόπο. Χωρίς να φοβάται μη του κλέψουμε τα μυστικά, μας εξήγησε πως όταν το μείγμα έχει πολύ κασσίτερο, η καμπάνα είναι υψίφωνη αλλά μπορεί να σπάσει, αντίθετα αν έχει πολύ χαλκό και λίγο καλάι είναι βαρύτονη. Αλλά και από το μέγεθος επηρεάζεται ο ήχος της καμπάνας, και βέβαια κάθε μια καμπάνα έχει διαφορετικό ήχο από την άλλη ακόμα και αν προέρχονται από το ίδιο καλούπι και έχουν το ίδιο μείγμα.
Ούτε ξέρουν πόσες καμπάνες έχουν φτιάξει για τις 14 εκκλησίες και τα 160 ξωκλήσια του νησιού και βέβαια για τον Πανορμίτη. Αλλά δεν είναι μόνο αυτές αλλά και τόσες άλλες που έχουν πάει σε άλλα νησιά.